- ἀμοιρῇ
- ἀμοιρέωhave no lotpres subj mp 2nd sgἀμοιρέωhave no lotpres ind mp 2nd sgἀμοιρέωhave no lotpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται … Dictionary of Greek
άμοιρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μερίδιο, αμέτοχος: Άμοιρος παιδείας (απαίδευτος). 2. δυστυχισμένος: Άλλον στον κόσμο δεν είχε η άμοιρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικογερνώ — και αδικογεράζω αδικογέρασα, αδικογερασμένος, γερνώ από τα βάσανα πρόωρα: Ήταν η άμοιρη αδικογερασμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)